- τοτοί
- και τοτοτοῑ Α(επιφών. σχετλιαστικό) αχ, αχ (α. «Ξέρξης δ' ἀπώλεσεν, τοτοῑ... νᾱες δ' ἀπώλεσαν, τοτοῑ», Αισχύλ.β. «ἧπταί μου, τοτοτοῑ, ἡ δ' αὖθ' ἕρπει», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ., πρβλ. ὀτοτοῖ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.